- καχορμισία
- κᾰχορμῐσία, poet. [suff] κᾰχομῑλ-ίη, ἡ,A unlucky harbourage, AP7.640 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καχορμισία — καχορμισία, ἡ (Α) (για πλοίο) η προσόρμιση σε όρμο απ όπου είναι δύσκολη η αναχώρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (βλ. κακ[ό] *) + ορμισία (< ὁρμίζομαι < ὅρμος [II] «λιμάνι»)] … Dictionary of Greek
καχορμισίης — καχορμισία unlucky harbourage fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)